- ὀττεύομαι
- ὀττεύομαιdivine from an ominous voicepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… … Dictionary of Greek
ὀττευομένη — ὀττεύομαι divine from an ominous voice pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀττευσάμενος — ὀττεύομαι divine from an ominous voice aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀττευόμενοι — ὀττεύομαι divine from an ominous voice pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀττευόμενος — ὀττεύομαι divine from an ominous voice pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀττεύεσθαι — ὀττεύομαι divine from an ominous voice pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀττεύεται — ὀττεύομαι divine from an ominous voice pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀττεύονται — ὀττεύομαι divine from an ominous voice pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠττευόμην — ὀττεύομαι divine from an ominous voice imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οττεία — ὀττεία, αττ. τ. ὀσσεία, ἡ (Α) [οττεύομαι] 1. μαντεία από δυσοίωνους ήχους («σύν οἰωνοῑς καὶ ὀττείαις», Διον. Αλ.) 2. προαίσθηση για κάποιο κακό και ο τρόμος που προέρχεται από αυτήν («ἵνα τὸ τῆς ὀττείας... παραμένον ἐξαιρεθῇ», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek